- προσδόκιμος
- προσδόκιμοςexpectedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσδόκιμος — ον, Α αυτός τον οποίο περιμένει κάποιος, ο αναμενόμενος (α. «προσδόκιμος ὁ θάνατος», Ιπποκρ. β. «τοῡ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσδοκία + κατάλ. ιμος (πρβλ. ευδόκ ιμος] … Dictionary of Greek
προσδόκιμον — προσδόκιμος expected masc/fem acc sg προσδόκιμος expected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίμοισι — προσδόκιμος expected masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίμου — προσδόκιμος expected masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίμους — προσδόκιμος expected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίμων — προσδόκιμος expected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδόκιμα — προσδόκιμος expected neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδόκιμοι — προσδόκιμος expected masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)